βλαισότης

βλαισότης
(-ητος) η вывернутость, искривлённость (конечностей)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "βλαισότης" в других словарях:

  • βλαισότης — crookedness fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαισότητος — βλαισότης crookedness fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βλαισότητα — η (Α βλαισότης) [βλαισός] η ιδιότητα του βλαισού αρχ. (για τα μαλλιά) το να είναι σγουρά …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»